- παλίγκοτος
- παλίγκοτοςspitefulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίγκοτος — παλίγκοτος, ον (Α) 1. (για νέα έκρηξη πάθους) κακός, επίμονος (α. «πῆμα θνάσκει παλίγκοτον», Πίνδ. β. «κληδόναι παλίγκοτοι» επιβλαβείς φήμες, Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός («ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ ὑπερόπτης», Θεόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
παλιγκοτώτατα — παλίγκοτος spiteful adverbial superl παλίγκοτος spiteful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκοτώτατον — παλίγκοτος spiteful masc acc superl sg παλίγκοτος spiteful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκότως — παλίγκοτος spiteful adverbial παλίγκοτος spiteful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίγκοτον — παλίγκοτος spiteful masc/fem acc sg παλίγκοτος spiteful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκοτωτάτοις — παλίγκοτος spiteful masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκοτωτάτοισι — παλίγκοτος spiteful masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκότοις — παλίγκοτος spiteful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκότου — παλίγκοτος spiteful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκότους — παλίγκοτος spiteful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)